συγχειρουργώ

συγχειρουργώ
-έω, Α [συγχειρουργός]
εκτελώ χειρωνακτική εργασία μαζί με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”